άκλωνος

άκλωνος
I, η , ο [ος , ον ] без ветвей
άκλωνος2
II, η , ο [ος , ον ] ненанизанный; не связанный ниткой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "άκλωνος" в других словарях:

  • άκλωνος — η, ο (Α ἄκλων, ο, η) [κλών] αυτός που δεν έχει κλώνους, κλάδους …   Dictionary of Greek

  • άκλωνος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά, κλωνιά: Το δεντράκι ήταν ακόμη άκλωνο. 2. αυτός που δε συνδέεται με κλωστή, κλωνιά: Η μηχανή δε δούλευε, γιατί το μασούρι ήταν άκλωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»